ακακοποίητος

ακακοποίητος
-η, -ο [κακοποιώ]
1. αυτός που δεν κακοποιήθηκε, που δεν ασκήθηκε βία εναντίον του
2. αυτός που δεν έχει διαστρεβλωθεί, απαραποίητος
«ακακοποίητη αλήθεια».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ακακοποίητος — η, ο αυτός που δεν κακοποιήθηκε, δεν ασκήθηκε πάνω του βία: Ήταν τόση η αυθαιρεσία τότε, ώστε κανένας κρατούμενος δεν έμεινε ακακοποίητος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακάκωτος — η, ο αυτός που δεν έπαθε κακώσεις, ακακοποίητος (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”